Anonymous

ἀνατυρβάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνατυρβάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀναταράσσω]], τὴν πόλιν ἅπασαν ἡμῶν ἀνατετυρβακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 310.
|lstext='''ἀνατυρβάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἀναταράσσω]], τὴν πόλιν ἅπασαν ἡμῶν ἀνατετυρβακὼς Ἀριστοφ. Ἱππ. 310.
}}
{{bailly
|btext=troubler profondément.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τυρβάζω]].
}}
}}