Anonymous

ἀνεπίφθονος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίφθονος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ψόγου, [[ἄμεμπτος]], ἀνεπίφθονον εἴρυσον [[ἔγχος]] Σοφ. Τρ. 1033· ἀν. ἐστι πᾶσιν, δὲν παρέχει ψόγου αἰτίαν εἰς οὐδένα, Θουκ. 6. 83, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 612Β· οὕτω γάρ μοι ... ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν, [[οὕτως]] ἐὰν εἴπω, ἥκιστα ἤθελέ τις μὲ κατηγορήσῃ ..., Δημ. 331. 24: Πρβλ. [[ἀνεμέσητος]]. Ἐπίρρ. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ διεγείρῃ [[μῖσος]], Θουκ. 6. 54, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1. ἀν. εἰπεῖν Ἰσοκρ. 311 Ε.
|lstext='''ἀνεπίφθονος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ψόγου, [[ἄμεμπτος]], ἀνεπίφθονον εἴρυσον [[ἔγχος]] Σοφ. Τρ. 1033· ἀν. ἐστι πᾶσιν, δὲν παρέχει ψόγου αἰτίαν εἰς οὐδένα, Θουκ. 6. 83, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 612Β· οὕτω γάρ μοι ... ἀνεπιφθονώτατον εἰπεῖν, [[οὕτως]] ἐὰν εἴπω, ἥκιστα ἤθελέ τις μὲ κατηγορήσῃ ..., Δημ. 331. 24: Πρβλ. [[ἀνεμέσητος]]. Ἐπίρρ. [τὴν ἀρχὴν] ἀνεπιφθόνως κατεστήσατο, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ διεγείρῃ [[μῖσος]], Θουκ. 6. 54, πρβλ. Πλουτ. Κάμιλλ. 1. ἀν. εἰπεῖν Ἰσοκρ. 311 Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’excite pas l’envie ; irrépréhensible, irréprochable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπίφθονος]].
}}
}}