Anonymous

ἀνηκουστέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνηκουστέω''': μέλλ. -ήσω, δὲν [[θέλω]] νὰ ἀκούσω, [[παρακούω]], [[μετὰ]] γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - [[μετὰ]] δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: [[ὡσαύτως]] ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον [[νηκουστέω]].
|lstext='''ἀνηκουστέω''': μέλλ. -ήσω, δὲν [[θέλω]] νὰ ἀκούσω, [[παρακούω]], [[μετὰ]] γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - [[μετὰ]] δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: [[ὡσαύτως]] ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον [[νηκουστέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ne pas entendre, ne pas écouter, désobéir à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήκουστος]].
}}
}}