Anonymous

ἀντακούω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντᾰκούω''': μέλλ. -ούσομαι, [[ἀκούω]] εἰς ἀπάντησιν τῶν λόγων μου, ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴσ’ ἀντάκουσον· Σοφ. Ο. Τ. 544· ἅ γ’ εἶπας ἀντήκουσας, ὅσα εἶπες περὶ ἐμοῦ, τώρα τὰ ἤκουσας νὰ λέγωνται περὶ σοῦ, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1014· κἀμοῦ νῦν ἀντάκουσον ὁ αὐτ. Ἱκ. 569: ἀπολ., δίδω καὶ ἐγὼ ἀκρόασιν, [[προσέχω]], ἀντάκουσον ἐν μέρει Αἰσχύλ. Εὐμ. 198: [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 16.
|lstext='''ἀντᾰκούω''': μέλλ. -ούσομαι, [[ἀκούω]] εἰς ἀπάντησιν τῶν λόγων μου, ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴσ’ ἀντάκουσον· Σοφ. Ο. Τ. 544· ἅ γ’ εἶπας ἀντήκουσας, ὅσα εἶπες περὶ ἐμοῦ, τώρα τὰ ἤκουσας νὰ λέγωνται περὶ σοῦ, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1014· κἀμοῦ νῦν ἀντάκουσον ὁ αὐτ. Ἱκ. 569: ἀπολ., δίδω καὶ ἐγὼ ἀκρόασιν, [[προσέχω]], ἀντάκουσον ἐν μέρει Αἰσχύλ. Εὐμ. 198: [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 16.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀντακούσομαι, <i>ao.</i> ἀντήκουσα;<br /><b>1</b> entendre <i>ou</i> écouter à son tour : [[ἀντί]] τινός [[τι]] qch en réponse à ce qui vient d’être dit ; [[τι]] ἀντ. τινος EUR entendre une réponse de qqn;<br /><b>2</b> apprendre en échange <i>ou</i> à son tour, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀκούω]].
}}
}}