Anonymous

ἀντεκπλήσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντεκπλήσσω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον [[ὅστις]] μὲ τρομάζει, [[βάτραχος]] ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· [[οὐκοῦν]] τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15.
|lstext='''ἀντεκπλήσσω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον [[ὅστις]] μὲ τρομάζει, [[βάτραχος]] ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· [[οὐκοῦν]] τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15.
}}
{{bailly
|btext=épouvanter de son côté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐκπλήσσω]].
}}
}}