Anonymous

ἀνεπιχείρητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπιχείρητος''': -ον, [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπροσμάχητος]], Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.
|lstext='''ἀνεπιχείρητος''': -ον, [[ἀπρόσβλητος]], [[ἀπροσμάχητος]], Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non entrepris;<br /><b>2</b> inattaquable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐπιχειρέω]].
}}
}}