3,273,762
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄνοστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις [[οὐδέποτε]] πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. [[ἄνοστος]] ἐν τῇ σημερινῇ. | |lstext='''ἄνοστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιστρέφων ἢ ἐπιστρέψας, ὁ [[ἄνευ]] ἐπιστροφῆς, πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους Ὀδ. Ω. 528· πάντες ἐγένοντο ἄν. Ἀριστ. Ἀποσπ. 140. - Ὑπερθ., ἥβη ἀνοστοτάτη, ἥτις [[οὐδέποτε]] πλέον θὰ ἐπανέλθῃ Ἀνθ. Π. 7. 482. ΙΙ = τῷ προηγ. ΙΙ. ἐν τῷ συγρ., περὶ δὲ τοῦ ἰσχυρότερα καὶ εὐχυλότερα γίνεσθαι καὶ νοστιμώτερα ἢ ἀνοστότερα, κτλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 13, 2· πρβλ. [[ἄνοστος]] ἐν τῇ σημερινῇ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui ne revient pas;<br /><i>Sp.</i> ἀνοστότατος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νόστος]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />sans saveur, sans goût;<br /><i>Cp.</i> ἀνοστότερος.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὄζω]]. | |||
}} | }} |