Anonymous

ἀνθρώπιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρώπιον''': τὸ = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Κύκλ. 185, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 15· [[ἀνθρωπάριον]], πρόστυχος, ὁ αὐτ. Κύρ. 5.1, 14, πρβλ. Ἀπομ. 2.3, 16, Δημ. 307. 23· ἐλεεινὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 263.
|lstext='''ἀνθρώπιον''': τὸ = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Κύκλ. 185, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 15· [[ἀνθρωπάριον]], πρόστυχος, ὁ αὐτ. Κύρ. 5.1, 14, πρβλ. Ἀπομ. 2.3, 16, Δημ. 307. 23· ἐλεεινὸς [[ἄνθρωπος]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 263.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit homme.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἄνθρωπος]].
}}
}}