Anonymous

ἀνθρωπάριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθρωπάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄνθρωπος]], τίθεται περιφρονητικῶς ὡς καὶ νῦν, τολμῶντε δρᾶν ἀνθρωπαρίω κακοδαίμονε Ἀριστοφ. Πλ. 416, ταλαίπωρον [[ἀνθρωπάριον]] Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 3. 5.
|lstext='''ἀνθρωπάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἄνθρωπος]], τίθεται περιφρονητικῶς ὡς καὶ νῦν, τολμῶντε δρᾶν ἀνθρωπαρίω κακοδαίμονε Ἀριστοφ. Πλ. 416, ταλαίπωρον [[ἀνθρωπάριον]] Ἀρρ. Ἐπικτ. 1. 3. 5.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit homme.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[ἄνθρωπος]].
}}
}}