Anonymous

ἄνιπτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνιπτος''': -ον, ([[νίζω]]) [[ἄνιπτος]], χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... [[ἅζομαι]] Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ [[χωρίς]] τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, [[ἀνεξάλειπτος]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.
|lstext='''ἄνιπτος''': -ον, ([[νίζω]]) [[ἄνιπτος]], χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... [[ἅζομαι]] Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ [[χωρίς]] τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, [[ἀνεξάλειπτος]], [[αἷμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non lavé;<br /><b>2</b> qui ne peut être lavé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νίπτω]].
}}
}}