Anonymous

ἀνομαλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνομαλίζω''': [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ [[ῥῆμα]] μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.
|lstext='''ἀνομαλίζω''': [[ἐπαναφέρω]] εἰς τὸ ὁμαλόν, ἐξισῶ, γινώσκομεν δὲ τὸ [[ῥῆμα]] μόνον ἐκ τοῦ ἀπαρ. τοῦ παρακ. ἀνωμαλίσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 11. 5˙ πρβλ. ἑπόμ.
}}
{{bailly
|btext=<i>inf. pf. Pass.</i> [[ἀνωμαλίσθαι]];<br />égaliser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὁμαλίζω]].
}}
}}