Anonymous

ἀντίθετος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίθετος''': -ον, ([[ἀντιτίθημι]]), [[ἐναντίος]], ἀντίθετον εἰπὼν οὐδὲν Τιμοκλ. ἐν «Ἥρωσιν» 1· φύσιν ἔχειν ἀντ. [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 672Β· ἀρεταῖς κακίαι ἀντ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 156. 2) ἀντίθετον, τό, [[ἀντίθεσις]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 300 Β, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 27. 1.
|lstext='''ἀντίθετος''': -ον, ([[ἀντιτίθημι]]), [[ἐναντίος]], ἀντίθετον εἰπὼν οὐδὲν Τιμοκλ. ἐν «Ἥρωσιν» 1· φύσιν ἔχειν ἀντ. [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 672Β· ἀρεταῖς κακίαι ἀντ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 156. 2) ἀντίθετον, τό, [[ἀντίθεσις]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 300 Β, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 27. 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />opposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιτίθημι]].
}}
}}