3,271,483
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίδῐκος''': -ον, ([[δίκη]]) ὡς καὶ νῦν, Αἰσχίν. 50. 22· [[κυρίως]] ὁ κατηγορούμενος, Ἀντιφῶν 111. 41· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ὁ ἐνάγων, Λυσ. 109. 25· ἀντ. [[πρός]] τινα Ἀντιφῶν 112.7· οἱ ἀντίδικοι Πλάτ. Φαῖδρ. 273C, καὶ ἀλλαχοῦ: -[[καθόλου]], [[ἐναντίος]], [[ἐχθρός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 41· διαιτητὰς ἀλλ’ οὐκ ἀντιδίκους [[εἶναι]] τοὺς μέλλοντας τἀληθὲς κρίνειν ἱκανῶς Ἀριστοτ. π. Οὐρ. 279b. 11. | |lstext='''ἀντίδῐκος''': -ον, ([[δίκη]]) ὡς καὶ νῦν, Αἰσχίν. 50. 22· [[κυρίως]] ὁ κατηγορούμενος, Ἀντιφῶν 111. 41· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ὁ ἐνάγων, Λυσ. 109. 25· ἀντ. [[πρός]] τινα Ἀντιφῶν 112.7· οἱ ἀντίδικοι Πλάτ. Φαῖδρ. 273C, καὶ ἀλλαχοῦ: -[[καθόλου]], [[ἐναντίος]], [[ἐχθρός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 41· διαιτητὰς ἀλλ’ οὐκ ἀντιδίκους [[εἶναι]] τοὺς μέλλοντας τἀληθὲς κρίνειν ἱκανῶς Ἀριστοτ. π. Οὐρ. 279b. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> adversaire dans un procès, partie adverse;<br /><b>2</b> ennemi.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} |