Anonymous

ἀντιμάχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιμάχομαι''': μέλλ. -μαχήσομαι, ἀποθ., [[μάχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων Θουκ. 4. 68.
|lstext='''ἀντιμάχομαι''': μέλλ. -μαχήσομαι, ἀποθ., [[μάχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, τῶν προδιδόντων Μεγαρέων ἀντιμαχομένων Θουκ. 4. 68.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀντεμαχεσάμην;<br />lutter contre, résister.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μάχομαι]].
}}
}}