3,274,916
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιπαρατάσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέσ. καὶ παθ. παρατάσσομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινὶ Θουκ. 6. 98· ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Αἰσχίν. 90. 16: - ἀπολ., καὶ οἱ Μακεδόνες ἱππῆς ἀντιπαρετάξαντο ὡς κωλύσοντες Θουκ. 1. 63, ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος (ἐνν. στρατοπέδου) ὁ αὐτ. 5. 9· ἐν κωμ. μεταφορᾷ, ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι’ ὀπτᾷ Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 12. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ. ἐν Πολυβ. 9. 26, 4. | |lstext='''ἀντιπαρατάσσομαι''': Ἀττ. -ττομαι, μέσ. καὶ παθ. παρατάσσομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινὶ Θουκ. 6. 98· ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Αἰσχίν. 90. 16: - ἀπολ., καὶ οἱ Μακεδόνες ἱππῆς ἀντιπαρετάξαντο ὡς κωλύσοντες Θουκ. 1. 63, ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος (ἐνν. στρατοπέδου) ὁ αὐτ. 5. 9· ἐν κωμ. μεταφορᾷ, ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι’ ὀπτᾷ Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 12. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. [[μετὰ]] μέσ. σημασ. ἐν Πολυβ. 9. 26, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>s.e.</i> ἑαυτόν;<br />se ranger en bataille en face de (l’ennemi).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[παρατάσσω]]. | |||
}} | }} |