Anonymous

ἄνοικος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνοικος''': -ον, = [[ἄοικος]], ὁ μὴ ἔχων οἶκον ἢ οἰκογένειαν, [[ἀνέστιος]], ἄν. ποιέειν τινὰ Ἡρόδ. 3. 145· πρβλ. [[ἄοικος]].
|lstext='''ἄνοικος''': -ον, = [[ἄοικος]], ὁ μὴ ἔχων οἶκον ἢ οἰκογένειαν, [[ἀνέστιος]], ἄν. ποιέειν τινὰ Ἡρόδ. 3. 145· πρβλ. [[ἄοικος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans résidence.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οἶκος]].
}}
}}