Anonymous

ἀντηρέτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντηρέτης''': -ου, ὁ, ([[ἐρέτης]]) [[κυρίως]] ὁ κωπηλατῶν [[ἐναντίον]] ἑτέρου, «[[ἀντηρέτης]]: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει [[ἀντίπαλος]], [[ἀνταγωνιστής]], [[ἐχθρός]], Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· [[δορός]] γε τῷδ’ ἀντηρέτας [[αὐτόθι]] 993.
|lstext='''ἀντηρέτης''': -ου, ὁ, ([[ἐρέτης]]) [[κυρίως]] ὁ κωπηλατῶν [[ἐναντίον]] ἑτέρου, «[[ἀντηρέτης]]: ὁ ἀντικαθεζόμενος τῷ ἐλαύνοντι» Α. Β. 411, 6: ἐν γένει [[ἀντίπαλος]], [[ἀνταγωνιστής]], [[ἐχθρός]], Αἰσχύλ. Θ. 283, 595· [[δορός]] γε τῷδ’ ἀντηρέτας [[αὐτόθι]] 993.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui rame à la rencontre de, <i>càd</i> adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐρέτης]].
}}
}}