Anonymous

ἀναγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνᾰγορεύω''': καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων [[ἀνερῶ]], ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. [[ἀγορεύω]], ἀνακηρύττω [[δημοσίᾳ]], Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. [[κήρυγμα]], [[ἀπαγγέλλω]] [[δημοσίᾳ]] [[κήρυγμα]] (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω [[νικηφόρος]] Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., [[ὡσαύτως]], καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, [[λαμβάνω]] τὸ [[ὄνομα]], [[φιλοπάτωρ]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἀνᾰγορεύω''': καὶ παρατ. ἀνηγόρευον Αἰσχίν. 54. 10., 70. ἐν τέλ.: μέλλ. -εύσω Νόμ. παρὰ Δημ. 267, Πλούτ.: ἀόρ. -ηγόρευσα, Νόμ. παρὰ Δημ. 243. 15, Keil, Ἐπιγρ. IV, β. 33, Πολύβ.: - Παθ., ἀόρ. -ηγορεύθην Ξεν. Κυν. 1. 14. Πλούτ.: πρκμ. -ηγόρευμαι ὁ αὐτ.: - ὁ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνονται ἐκ τῶν τύπων [[ἀνερῶ]], ἀνεῖπον (ἴδε ἐν λέξεσι)· πρβλ. [[ἀγορεύω]], ἀνακηρύττω [[δημοσίᾳ]], Αἰσχίν. 70. ἐν τέλ., κτλ.· ἀναγ. [[κήρυγμα]], [[ἀπαγγέλλω]] [[δημοσίᾳ]] [[κήρυγμα]] (περὶ κήρυκος), Πολύβ. 18. 29, 4· ἀναγ. τινὰ αὐτοκράτορα Πλουτ. Γάλβ. 2: - Παθ., ἀνακηρύττομαι ἀναγορευέσθω [[νικηφόρος]] Πλάτ. Νόμ. 730D, πρβλ. Δημ. 331. 6. Αἰσχίν. 55. 15. 2) κατὰ παθ., [[ὡσαύτως]], καλοῦμαι ὑπὸ πάντων, [[λαμβάνω]] τὸ [[ὄνομα]], [[φιλοπάτωρ]] Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἀνηγόρευον, <i>ao.</i> ἀνηγόρευσα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ἀναγορευθήσομαι, <i>ao.</i> ἀνηγορεύθην, <i>pf.</i> ἀνηγόρευμαι;<br />faire connaître publiquement, proclamer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἀγορεύω]].
}}
}}