Anonymous

ἀσπαστός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπαστός''': -ή, -όν, = [[ἀσπάσιος]], Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἀσπ. τινι Ε. 398., Ν. 35· Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., [[κάρτα]] ἀσπ. [τὸ [[πρᾶγμα]]] ἐποιήσαντο 5. 98· οἶσιν ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1. 62· [[ὡσαύτως]] παρ’ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 348, Πλάτ. Φιλ. 32D. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἡρόδ. 4. 201· οὐδ. ἀσπαστὸν ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἀσπ. 42.
|lstext='''ἀσπαστός''': -ή, -όν, = [[ἀσπάσιος]], Ὅμ. (μόνον ἐν Ὀδ.), ἀσπ. τινι Ε. 398., Ν. 35· Ἐπ. [[λέξις]], ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., [[κάρτα]] ἀσπ. [τὸ [[πρᾶγμα]]] ἐποιήσαντο 5. 98· οἶσιν ἡ τυραννὶς πρὸ ἐλευθερίης ἦν ἀσπαστότερον 1. 62· [[ὡσαύτως]] παρ’ Εὐρ. ἐν Ρήσ. 348, Πλάτ. Φιλ. 32D. ― Ἐπίρρ. -τῶς Ἡρόδ. 4. 201· οὐδ. ἀσπαστὸν ὡς ἐπίρρ. Ἡσ. Ἀσπ. 42.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />accueilli avec joie, agréable ; neutre <i>adv.</i> • ἀσπαστόν avec joie;<br /><i>Cp.</i> ἀσπαστότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπάζομαι]].
}}
}}