Anonymous

μεγαλόπολις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόπολις''': ποιητ. -πτολις, ι, ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, ἡ [[μεγάλη]] καὶ ἰσχυρὰ [[πόλις]], Πινδ. Π. 7. 1· οὕτω, μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι [[αὐτόθι]] 2. 1· ἁ μ. [[Τροία]] Εὐρ. Τρῳ. 1291.
|lstext='''μεγᾰλόπολις''': ποιητ. -πτολις, ι, ἐπίθ. μεγάλων [[πόλεων]], αἱ μεγαλοπτόλιες Ἀθᾶναι, ἡ [[μεγάλη]] καὶ ἰσχυρὰ [[πόλις]], Πινδ. Π. 7. 1· οὕτω, μεγαλοπόλιες ὦ Συράκοσαι [[αὐτόθι]] 2. 1· ἁ μ. [[Τροία]] Εὐρ. Τρῳ. 1291.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ιος, <i>att.</i> εως;<br /><i>adj. f.</i><br />qui est une grande ville.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[πόλις]].
}}
}}