Anonymous

λεπάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπάς''': -άδος, ἡ, μονόθυρον ὀστρακόδερμον, «πεταλίδα», Λατ. patella, ὀνομασθεῖσα [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] προσκολλᾶται εἰς [[λίπας]], πέτραν, Ἐπίχ. 23 Ahr.· [[ὥσπερ]] λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096.
|lstext='''λεπάς''': -άδος, ἡ, μονόθυρον ὀστρακόδερμον, «πεταλίδα», Λατ. patella, ὀνομασθεῖσα [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] προσκολλᾶται εἰς [[λίπας]], πέτραν, Ἐπίχ. 23 Ahr.· [[ὥσπερ]] λεπὰς προσεχόμενος τῷ κίονι Ἀριστοφ. Σφ. 105, πρβλ. Πλ. 1096.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />lépas, <i>coquillage univalve qui s’attache aux roches</i> (Chantraine : patelle, bernique).<br />'''Étymologie:''' [[λέπας]].
}}
}}