Anonymous

ἐναμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναμβλύνω''': καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν [[παρέχω]], καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.
|lstext='''ἐναμβλύνω''': καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν [[παρέχω]], καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.
}}
{{bailly
|btext=émousser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀμβλύνω]].
}}
}}