Anonymous

συγκατάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατάκειμαι''': παθητ., συγκοιμῶμαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἀνδράσι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 614· ἀπολ., Πλάτ. Συμπ. 191Ε. Φαῖδρ. 255Ε. 2) [[ἀνάκειμαι]] [[ὁμοῦ]] ἐν δείπνῳ, οἱ συγκατακείμενοι, οἱ συνδαιτυμόνες, Πλούτ. 2. 660Α.
|lstext='''συγκατάκειμαι''': παθητ., συγκοιμῶμαι, ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, ἀνδράσι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 614· ἀπολ., Πλάτ. Συμπ. 191Ε. Φαῖδρ. 255Ε. 2) [[ἀνάκειμαι]] [[ὁμοῦ]] ἐν δείπνῳ, οἱ συγκατακείμενοι, οἱ συνδαιτυμόνες, Πλούτ. 2. 660Α.
}}
{{bailly
|btext=être couché avec qqn sur un lit de table : [[οἱ]] συγκατακείμενοι PLUT les convives.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατάκειμαι]].
}}
}}