Anonymous

ἀνθοφορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθοφορέω''': [[φέρω]] [[μέλι]] ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. [[φέρω]], [[παράγω]] [[ἄνθη]], [[λήιον]] ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ [[καλύκων]] Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, [[διάγω]] ὡς [[ἑταίρα]], Κλήμ. Ἀλ. 195.
|lstext='''ἀνθοφορέω''': [[φέρω]] [[μέλι]] ἀπὸ τῶν ἀνθέων, ἐπὶ μελισσῶν, αἱ μὲν ἀνθοφοροῦσιν, αἱ δὲ ὑδροφοροῦσιν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 32. ΙΙ. [[φέρω]], [[παράγω]] [[ἄνθη]], [[λήιον]] ἐκ ῥοδέων ἀνθοφορεῖ [[καλύκων]] Ἀνθ. ΙΙ. 10. 16. 2) ὡς τὸ ἄνθινα φορεῖν, φορῶ ἀνθηρὰν καὶ πεποικιλμένην ἐσθῆτα, [[διάγω]] ὡς [[ἑταίρα]], Κλήμ. Ἀλ. 195.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> porter <i>ou</i> produire des fleurs;<br /><b>2</b> recueillir le suc des fleurs;<br /><b>3</b> porter une robe brodée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθοφόρος]].
}}
}}