3,274,504
edits
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιλαβή''': ἡ, ([[ἀντιλαμβάνω]]) [[μέρος]] ἐκ τοῦ ὁποίου δύναταί τις νὰ συλλάβῃ τι, [[λαβή]], Λατ. ansa, [[ὅπως]] ἂν ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶς ἐπιβαλλομένη Θουκ. 7. 65· ἐπὶ ἀσπίδος, [[οὔτε]] πόρπακας οὔτ’ ἀντιλαβὰς ἔχει Στράβ. 154. 2) μεταφ., πολλὰς... ἔχει ὑποψίας καὶ ἀντιλαβάς, ἔχει πολλὰς λαβάς, Πλάτ. Φαίδων 84C· [[οὕτως]] ἀντ. διδόναι Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 15· παρέχεσθαι Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. [[λαβή]]. | |lstext='''ἀντιλαβή''': ἡ, ([[ἀντιλαμβάνω]]) [[μέρος]] ἐκ τοῦ ὁποίου δύναταί τις νὰ συλλάβῃ τι, [[λαβή]], Λατ. ansa, [[ὅπως]] ἂν ἀπολισθάνοι καὶ μὴ ἔχοι ἀντιλαβὴν ἡ χεὶς ἐπιβαλλομένη Θουκ. 7. 65· ἐπὶ ἀσπίδος, [[οὔτε]] πόρπακας οὔτ’ ἀντιλαβὰς ἔχει Στράβ. 154. 2) μεταφ., πολλὰς... ἔχει ὑποψίας καὶ ἀντιλαβάς, ἔχει πολλὰς λαβάς, Πλάτ. Φαίδων 84C· [[οὕτως]] ἀντ. διδόναι Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 15· παρέχεσθαι Λουκ. Τίμ. 29· πρβλ. [[λαβή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> ce qui sert à prendre, à saisir (anse, poignée, notamment du bouclier hoplitique);<br /><b>2</b> prise que l’on a sur qch;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> prise que l’on donne sur soi, motif de reproche.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λαβή]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[πόρπαξ]]. | |||
}} | }} |