Anonymous

ἀντωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντωνέομαι''': ἀποθ., [[ἀγοράζω]] ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) [[προσφέρω]] ἀνωτέραν τιμὴν ὡς [[ἀντίπαλος]] [[ἀγοραστής]], [[παρουσιάζομαι]] καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, [[ἐπεὶ]] οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, [[ἀντίπαλος]] πλειοδότης, Δημ. 307. 6.
|lstext='''ἀντωνέομαι''': ἀποθ., [[ἀγοράζω]] ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) [[προσφέρω]] ἀνωτέραν τιμὴν ὡς [[ἀντίπαλος]] [[ἀγοραστής]], [[παρουσιάζομαι]] καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, [[ἐπεὶ]] οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, [[ἀντίπαλος]] πλειοδότης, Δημ. 307. 6.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> acheter à la place d’un autre;<br /><b>2</b> enchérir sur (qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὠνέομαι]].
}}
}}