Anonymous

ἀντέρεισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
|lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />résistance d’une chose appuyée sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντερείδω]].
}}
}}