Anonymous

ἀντιπαταγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπᾰτᾰγέω''': παταγῶ, κροτῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[καταπνίγω]] ἕτερον ἦχον, παταγῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ ἀκούηται [[ἄλλος]] [[ψόφος]], ψόφῳ δὲ... ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22.
|lstext='''ἀντιπᾰτᾰγέω''': παταγῶ, κροτῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ [[καταπνίγω]] ἕτερον ἦχον, παταγῶ [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ ἀκούηται [[ἄλλος]] [[ψόφος]], ψόφῳ δὲ... ἀντιπαταγοῦντος τοῦ ἀνέμου Θουκ. 3. 22.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />répondre à un bruit par un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[παταγέω]].
}}
}}