Anonymous

ἀνύψωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνύψωμα''': -ατος, τό, [[ὕψωμα]] ἢ [[ἀνύψωσις]] τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.
|lstext='''ἀνύψωμα''': -ατος, τό, [[ὕψωμα]] ἢ [[ἀνύψωσις]] τοῦ αὐτῇ πρέποντος ἀνυψώματος Εὐστ. Πονημάτ. 69. 70, Αἴσωπ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />exhaussement, élévation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνυψόω]].
}}
}}