Anonymous

δέψω: Difference between revisions

From LSJ
144 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δέψω''': ἀόρ. (ὡς ἐκ ῥήμ. δεψέω)· - Λατ. depso (πρβλ. [[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]], [[μαλάσσω]], ποιῶ τι μαλακόν, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Ὀδ. Μ. 48· δέψει χερσὶ τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· πρβλ. [[σκυλοδέψης]].
|lstext='''δέψω''': ἀόρ. (ὡς ἐκ ῥήμ. δεψέω)· - Λατ. depso (πρβλ. [[δέφω]]), [[κατεργάζομαι]], [[μαλάσσω]], ποιῶ τι μαλακόν, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Ὀδ. Μ. 48· δέψει χερσὶ τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· πρβλ. [[σκυλοδέψης]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et part. ao.</i> δεψήσας;<br />amollir, assouplir.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre.
}}
}}