Anonymous

δάμαλις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δάμᾰλις''': -εως, ἡ, ([[δαμάζω]]) νέα [[βοῦς]], μικρὰ [[ἀγελάς]], Λατ. ju-venca, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350, Νίκ. Ἀλ. 344· πρβλ. [[δαμάλη]], [[δαμάλης]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[μόσχος]], [[πῶλος]], [[κοράσιον]], Ἐπικρ. Χορ. 1, Ἀνθ. Π. 5. 292· πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 2. 5.
|lstext='''δάμᾰλις''': -εως, ἡ, ([[δαμάζω]]) νέα [[βοῦς]], μικρὰ [[ἀγελάς]], Λατ. ju-venca, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350, Νίκ. Ἀλ. 344· πρβλ. [[δαμάλη]], [[δαμάλης]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[μόσχος]], [[πῶλος]], [[κοράσιον]], Ἐπικρ. Χορ. 1, Ἀνθ. Π. 5. 292· πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 2. 5.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />jeune génisse ; <i>p. anal.</i> jeune fille.<br />'''Étymologie:''' DELG [[δάμνημι]].
}}
}}