Anonymous

ἐξανδρόομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανδρόομαι''': [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐξηνδρωμένος Ἡρόδ. 2. 64· ἐξανδρούμενος Εὐρ. Φοίν. 32, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1241. ΙΙ. [[λόχος]] δ’ ὀδόντων ὄφεως ἐξηνδρωμένος, ὁ [[λόχος]] (τὸ [[στῖφος]]) ὁ ἐξανδρωθεὶς ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ ὄφεως, Εὐρ. Ἱκ. 703.
|lstext='''ἐξανδρόομαι''': [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐξηνδρωμένος Ἡρόδ. 2. 64· ἐξανδρούμενος Εὐρ. Φοίν. 32, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1241. ΙΙ. [[λόχος]] δ’ ὀδόντων ὄφεως ἐξηνδρωμένος, ὁ [[λόχος]] (τὸ [[στῖφος]]) ὁ ἐξανδρωθεὶς ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ ὄφεως, Εὐρ. Ἱκ. 703.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>part. pf.</i> ἐξηνδρωμένος;<br />arriver à l’âge d’homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], ἀνδρόομαι.
}}
}}