3,277,218
edits
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξανδρόομαι''': [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐξηνδρωμένος Ἡρόδ. 2. 64· ἐξανδρούμενος Εὐρ. Φοίν. 32, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1241. ΙΙ. [[λόχος]] δ’ ὀδόντων ὄφεως ἐξηνδρωμένος, ὁ [[λόχος]] (τὸ [[στῖφος]]) ὁ ἐξανδρωθεὶς ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ ὄφεως, Εὐρ. Ἱκ. 703. | |lstext='''ἐξανδρόομαι''': [[φθάνω]] εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, [[γίνομαι]] [[ἀνήρ]], ἐξηνδρωμένος Ἡρόδ. 2. 64· ἐξανδρούμενος Εὐρ. Φοίν. 32, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1241. ΙΙ. [[λόχος]] δ’ ὀδόντων ὄφεως ἐξηνδρωμένος, ὁ [[λόχος]] (τὸ [[στῖφος]]) ὁ ἐξανδρωθεὶς ἐκ τῶν ὀδόντων τοῦ ὄφεως, Εὐρ. Ἱκ. 703. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>part. pf.</i> ἐξηνδρωμένος;<br />arriver à l’âge d’homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], ἀνδρόομαι. | |||
}} | }} |