Anonymous

καιροσέων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt="
(7)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kairoseon
|Transliteration C=kairoseon
|Beta Code=kairose/wn
|Beta Code=kairose/wn
|Definition=(καῖρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">close-woven</b>, only in gen. pl. fem., καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον <span class="bibl">Od.7.107</span>. (Archaic spelling of <b class="b3">καιρουσσέων</b> (trisyll.), Ion. gen. pl. of <b class="b3">καιρόεις</b>, like [[Τειχιόσης]] for <b class="b3">Τειχιούσσης</b> in <span class="title">SIG</span>3d (Milet., vi B.C.).)</span>
|Definition=([[καῖρος]]) [[close-woven]], only in gen. pl. fem., καιροσέων ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Od.7.107. (Archaic spelling of [[καιρουσσέων]] (trisyll.), Ion. gen. pl. of [[καιρόεις]], like [[Τειχιόσης]] for [[Τειχιούσσης]] in ''SIG''3d (Milet., vi B.C.).)
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1297.png Seite 1297]] ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν [[ἔλαιον]], Od. 7, 107, von dem dichtgeketteten, dichtgewebten Linnen tröpfelt das Oel ab; man leitet das Wort gewöhnlich von [[καῖρος]], [[καιρόεις]] ab, wo es denn für καιροεσσῶν stehen soll; alte [[varia lectio|v.l.]] scheint κροσσωτῶν gewesen zu sein.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén. pl. d'un mot inconnu</i>;<br /><i>pê</i> [[bien tressé]], [[solidement tissu]].<br />'''Étymologie:''' [[καιρός]].
}}
{{ls
|lstext='''καιροσέων''': θηλ. γεν. πληθ. ἐν Ὀδ. Η. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν [[ἔλαιον]], ἐκ τῶν πυκνῶς ὑφασμένων ὀθονῶν στάζει τὸ ὑγρὸν [[ἔλαιον]], δηλ. τὸ [[ὕφασμα]] [[εἶναι]] τοσοῦτον [[πυκνόν]], [[ὥστε]] τὸ [[ἔλαιον]] δὲν διέρχεται δι’ [[αὐτοῦ]] ἀλλὰ στάζει ἀπ’ [[αὐτοῦ]] ἐκ τῶν [[ἄκρων]]. Λέγεται ὅτι ὁ [[τύπος]] [[εἶναι]] ἀντὶ καιροεσσέων (Ἐπικ. γεν. πληθ. τοῦ καιρόεις), καὶ ὁ Bgk. ἀναγινώσκει καιρουσσέων. Προφανῶς παράγεται ἐκ τοῦ [[καῖρος]] Α.
}}
{{Autenrieth
|auten=or καιροσσέων: gen. pl. fem. [[from]] an adj. [[καιρόεις]], [[with]] [[many]] loops (καῖροι) or thrums to [[which]] the threads of the [[warp]] were [[attached]]; κ. ὀθονέων, [[from]] the [[fine]]-[[woven]] [[linen]], Od. 7.107†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καιροσέων:''' θηλ., γεν. πληθ., σε Ομήρ. Οδ. η. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται [[ἔλαιον]], από τα [[πυκνά]] υφασμένα λινά υφάσματα δεν στάζει το [[υγρό]] [[έλαιο]], δηλ. τα λινά υφάσματα είναι τόσο [[πυκνά]] υφασμένα, ώστε το [[έλαιο]] δεν διαρρέει, δεν διαφεύγει μέσα απ' αυτά ([[αλλά]] στάζει από τις άκρες του). Θεωρείται ότι ο [[τύπος]] χρησιμ. αντί <i>καιροεσσέων</i>, Επικ. γεν. πληθ. του επίθ. [[καιρόεις]], από το [[καῖρος]] Α.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a fem. gen. pl. in Od. 7. 107, [[καιροσέων]] ὀθονέων ἀπολείβεται [[ἔλαιον]] from the [[close]]-[[woven]] [[linen]] trickles off the oil;—i. e. the [[linen]] is so well-[[woven]], that oil does not [[ooze]] [[through]]. It seems to be for καιροεσσέων, epic gen. pl. of an adj. [[καιρόεις]], from [[καῖρος]].
}}
}}