3,274,873
edits
(6_18) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσέκλῠτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ λύσῃ τις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 435 (ὁ Δινδ. δυσέκδυτον, ὃν δύσκολον εἶνε να διαφύγῃ τις). ― Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαλύτως, ὁ αὐτ. Πρ. 60. | |lstext='''δυσέκλῠτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ λύσῃ τις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 435 (ὁ Δινδ. δυσέκδυτον, ὃν δύσκολον εἶνε να διαφύγῃ τις). ― Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαλύτως, ὁ αὐτ. Πρ. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à défaire, à dissoudre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐκλύω]]. | |||
}} | }} |