Anonymous

λύκιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λύκιον''': τό, [[εἶδος]] ἀκάνθης τῆς Λυκίας, = [[πυξάκανθα]], Διοσκ. 1. 132, Πλίν. 24. 77. ΙΙ. [[ἀφέψημα]] ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐν χρήσει ἰατρικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5681, 5779, κ. ἀλλ.
|lstext='''λύκιον''': τό, [[εἶδος]] ἀκάνθης τῆς Λυκίας, = [[πυξάκανθα]], Διοσκ. 1. 132, Πλίν. 24. 77. ΙΙ. [[ἀφέψημα]] ἐξ [[αὐτοῦ]] ἐν χρήσει ἰατρικῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5681, 5779, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> nerprun des teinturiers, <i>arbrisseau de Lycie</i>;<br /><b>2</b> fruit de cet arbre, employé en médecine.<br />'''Étymologie:''' [[Λύκιος]].
}}
}}