Anonymous

ἰοβολέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰοβολέω''': ῑ, [[ῥίπτω]] βέλη, [[τοξεύω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1440, Ἀνθ. Π. 5. 188· ἐς ἐμὴν κραδίην [[αὐτόθι]] 5. 10· ΙΙ. [[ῥίπτω]] ἰόν, [[χύνω]] δηλητήριον, μυγαλαὶ ἰοβολοῦσαι Γεωπ. 2. 47, 12.
|lstext='''ἰοβολέω''': ῑ, [[ῥίπτω]] βέλη, [[τοξεύω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1440, Ἀνθ. Π. 5. 188· ἐς ἐμὴν κραδίην [[αὐτόθι]] 5. 10· ΙΙ. [[ῥίπτω]] ἰόν, [[χύνω]] δηλητήριον, μυγαλαὶ ἰοβολοῦσαι Γεωπ. 2. 47, 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> lancer des traits;<br /><b>2</b> jeter du venin.<br />'''Étymologie:''' [[ἰοβόλος]].
}}
}}