Anonymous

ἐπιρρύζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρύζω''': παρορμῶ, [[ἐναντίον]] τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. ῥύζω.
|lstext='''ἐπιρρύζω''': παρορμῶ, [[ἐναντίον]] τινός, ἐπὶ τῶν ἐχθρῶν τινα ἐπιρρύξας Ἀριστοφ. Σφ. 705, κατὰ τὸν Σχολ. καὶ Ἡσύχ., ἀλλ’ [[ὅμως]] πρβλ. ῥύζω.
}}
{{bailly
|btext=exciter (un chien), [[ἐπί]] τινα contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥύζω]].
}}
}}