3,273,768
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀργίλος''': [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, [[εὐερέθιστος]], εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6. | |lstext='''ὀργίλος''': [ῐ], -η, -ον, (ὀργὴ ΙΙ) ὁ ἔχων κλίσιν εἰς ὀργήν, [[εὐερέθιστος]], εὐκόλως ὀργιζόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955, Ξεν. Ἱππ. 9, 7, Δημ. 73. 27, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 8· ἴδε ἐν λέξ. ὄργιος. - Ἐπίρρ., ὀργίλως ἔχειν, εἶμαι ὠργισμένος, Δημ. 583. 12· τινί, [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 1121, ἐν τέλει· ἐπί τινι Παυσ. 8. 25. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />porté à la colère, irascible;<br /><i>Cp.</i> ὀργιλώτερος, <i>Sp.</i> ὀργιλώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργή]]. | |||
}} | }} |