Anonymous

ἀνυτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνῠτικός''': -ή, -όν, = [[ἀνυστικός]], Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8.
|lstext='''ἀνῠτικός''': -ή, -όν, = [[ἀνυστικός]], Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 6, Οἰκ. 20. 22. 2) [[ὁρμητικός]], [[ταχύς]], ἀνυτικωτέραν ποιεῖν τὴν κίνησιν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1: - κατακρίνεται ὑπὸ Λοβ. Παράλ. 431. - Ἐπίρρ. -κῶς Λογγίνου Ἀποσπ. 8. 8.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui conduit à un résultat, efficace.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνύτω]].
}}
}}