Anonymous

ἀντιπληρόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιπληρόω''': πληρῶ, [[γεμίζω]] καὶ [[αὐτός]], διὰ τάχους ἀντιπληρώσαντες [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], πληρώσαντες ἀνδρῶν καὶ αὐτοὶ [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]] κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 7. 69, κτλ.: ― Μέσ., ἀντιπληροῦμαι φιλοτησίαν [[πρός]] τινα, πληρῶ τὸ ποτήριόν μου πρὸς τιμήν τινος, «εἰς ὑγείαν του», Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 115. ΙΙ. θέτω ἄλλον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀποβληθέντος, [[μηδὲ]] μέντοι σκοπεῖτε [[ὅπως]] ἐκ τῶν πολιτῶν ἀναπληρώσετε τὰς τάξεις Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26: ― ἐκ νέου πληρῶ τὸ ἐξαντληθέν, ἔοικε τὰ δένδρα κενωθέντα τοῦ θέρους ἐκ τῆς βλαστήσεως καὶ τῆς καρπογονίας ἀντιπληροῦσθαι [[πάλιν]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 13, 3.
|lstext='''ἀντιπληρόω''': πληρῶ, [[γεμίζω]] καὶ [[αὐτός]], διὰ τάχους ἀντιπληρώσαντες [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]], πληρώσαντες ἀνδρῶν καὶ αὐτοὶ [[ἑξήκοντα]] [[ναῦς]] κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Θουκ. 7. 69, κτλ.: ― Μέσ., ἀντιπληροῦμαι φιλοτησίαν [[πρός]] τινα, πληρῶ τὸ ποτήριόν μου πρὸς τιμήν τινος, «εἰς ὑγείαν του», Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 115. ΙΙ. θέτω ἄλλον εἰς τὴν θέσιν τοῦ ἀποβληθέντος, [[μηδὲ]] μέντοι σκοπεῖτε [[ὅπως]] ἐκ τῶν πολιτῶν ἀναπληρώσετε τὰς τάξεις Ξεν. Κύρ. 2. 2, 26: ― ἐκ νέου πληρῶ τὸ ἐξαντληθέν, ἔοικε τὰ δένδρα κενωθέντα τοῦ θέρους ἐκ τῆς βλαστήσεως καὶ τῆς καρπογονίας ἀντιπληροῦσθαι [[πάλιν]] Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 13, 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> combler les vides (<i>litt.</i> remplir en échange);<br /><b>2</b> équiper (un navire) contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πληρόω]].
}}
}}