Anonymous

ἀξιομακάριστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀξιομακάριστος''': [κᾰ], ον, [[ἄξιος]] μακαρισμοῦ, ἀξιομακαριστότατον Ξεν. Ἀπολ. 34.
|lstext='''ἀξιομακάριστος''': [κᾰ], ον, [[ἄξιος]] μακαρισμοῦ, ἀξιομακαριστότατον Ξεν. Ἀπολ. 34.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne d’être regardé comme heureux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[μακαρίζω]].
}}
}}