Anonymous

φειδώ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φειδώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ· ([[φείδομαι]])· ― τὸ φείδεσθαι ἢ φείσασθαι, φειδὼ νεκύων, «φροντὶς [[ὥστε]] μὴ ἀναλωθῆναι, βέλτιον δὲ ἀκούειν, τὸ περὶ τῆς ταφῆς φείσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 409· βίου Εὐρ. Ἀποσπ. 441· φ. ἔστω τινὸς Λογγῖν. 22. 4· φ. ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινος Διονύσ. Ἁλ. 8. 79., 11. 55· ― μετ’ ἀπαρ., φειδοῖ μηδέν’ εὖ ποιεῖν, [[ἕνεκα]] φειδοῦς, ἐκ φειδοῦς, Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 411· φ. τις ἐγίγνετο... μὴ προαναλωθῆναι (ἐξυπακ. τὴν εὐπραγίαν) Θουκ. 7. 81. ΙΙ. ἀπολ., [[οἰκονομία]], [[φειδωλία]], χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ’ ἔπι φειδὼ Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀσωτία]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 2.
|lstext='''φειδώ''': -όος, συνῃρ. -οῦς, ἡ· ([[φείδομαι]])· ― τὸ φείδεσθαι ἢ φείσασθαι, φειδὼ νεκύων, «φροντὶς [[ὥστε]] μὴ ἀναλωθῆναι, βέλτιον δὲ ἀκούειν, τὸ περὶ τῆς ταφῆς φείσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Η. 409· βίου Εὐρ. Ἀποσπ. 441· φ. ἔστω τινὸς Λογγῖν. 22. 4· φ. ἔχειν ἢ ποιεῖσθαί τινος Διονύσ. Ἁλ. 8. 79., 11. 55· ― μετ’ ἀπαρ., φειδοῖ μηδέν’ εὖ ποιεῖν, [[ἕνεκα]] φειδοῦς, ἐκ φειδοῦς, Εὐρ. Ἀποσπάσμ. 411· φ. τις ἐγίγνετο... μὴ προαναλωθῆναι (ἐξυπακ. τὴν εὐπραγίαν) Θουκ. 7. 81. ΙΙ. ἀπολ., [[οἰκονομία]], [[φειδωλία]], χρήματα δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ’ ἔπι φειδὼ Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 367· [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀσωτία]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 2.
}}
{{bailly
|btext=όος-οῦς (ἡ) :<br /><b>1</b> ménagement, modération, mesure : τινος ménagement envers qqn <i>ou</i> qch ; [[φειδώ]] [[τις]] ἐγίγνετο avec [[μή]] et l’inf. THC il y avait quelque ménagement, on se ménageait pour ne pas ; réserve, discrétion;<br /><b>2</b> économie, parcimonie.<br />'''Étymologie:''' [[φείδομαι]].
}}
}}