Anonymous

σύγχροος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ([[χρόα]]) ὁ ἔχων ὁμοίαν χροιάν, ὅμοιον ἐξωτερικόν, ὡς τὸ [[ὁμόχροος]], Πολύβ. 3. 46, 6. ΙΙ. συγχρωτιζόμενος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D, Νικ. Ἀποσπ. 19.
|lstext='''σύγχροος''': -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ([[χρόα]]) ὁ ἔχων ὁμοίαν χροιάν, ὅμοιον ἐξωτερικόν, ὡς τὸ [[ὁμόχροος]], Πολύβ. 3. 46, 6. ΙΙ. συγχρωτιζόμενος, Ποσείδιππ. παρ’ Ἀθην. 596D, Νικ. Ἀποσπ. 19.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> de même couleur, de même aspect;<br /><b>2</b> qui touche à, uni.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χροός]].
}}
}}