Anonymous

εὐδοξία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδοξία''': ἡ, καλὴ [[φήμη]], [[τιμή]], [[δόξα]], [[Σιμωνίδης]] 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ [[κρίσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἐπιστήμη]], ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.
|lstext='''εὐδοξία''': ἡ, καλὴ [[φήμη]], [[τιμή]], [[δόξα]], [[Σιμωνίδης]] 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ [[κρίσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἐπιστήμη]], ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> bonne réputation, célébrité, gloire;<br /><b>2</b> bonne opinion, opinion favorable, confiance.<br />'''Étymologie:''' [[εὔδοξος]].
}}
}}