Anonymous

ἱμαντελικτής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμαντελικτής''': ὁ, ([[ἑλίσσω]]) ὁ συστρέφων σχοινία· μεταφ., [[δύσκολος]] σοφιστὴς ἀκανθώδη προβάλλων ζητήματα, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 614Ε· ἡ ὀνομαστ. ἱμαντελικτέες ἐν Κλήμ. Ἀλ. 328, πιθανῶς προέκυψεν ἐκ παρανοήσεως τῆς Ἰων. γεν. πληθ. -εων παρὰ Δημοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἱμαντελικτής''': ὁ, ([[ἑλίσσω]]) ὁ συστρέφων σχοινία· μεταφ., [[δύσκολος]] σοφιστὴς ἀκανθώδη προβάλλων ζητήματα, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 614Ε· ἡ ὀνομαστ. ἱμαντελικτέες ἐν Κλήμ. Ἀλ. 328, πιθανῶς προέκυψεν ἐκ παρανοήσεως τῆς Ἰων. γεν. πληθ. -εων παρὰ Δημοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui enroule des cordes, <i>càd</i> qui fait des raisonnements embrouillés.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}