Anonymous

γεννικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεννικός''': -ή, -όν, = [[γενναῖος]], [[εὐγενής]], [[γενναῖος]], γενναιόφρων, [[ἐξαίρετος]], Λατ. generosus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 457, Πλάτ. Φαίδρ. 279Α.― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀριστοφ. Λυσ. 1071.
|lstext='''γεννικός''': -ή, -όν, = [[γενναῖος]], [[εὐγενής]], [[γενναῖος]], γενναιόφρων, [[ἐξαίρετος]], Λατ. generosus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 457, Πλάτ. Φαίδρ. 279Α.― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀριστοφ. Λυσ. 1071.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />noble, généreux.<br />'''Étymologie:''' [[γέννα]].
}}
}}