Anonymous

κάθεξις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθεξις''': -εως, ἡ, ([[κατέχω]]) [[κατοχή]], [[κράτησις]], τῆς ἀρχῆς Θουκ. 3. 47· ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Πλούτ. 2. 968C. 2) τὸ κρατεῖν τι [[ἐντός]], [[περιορισμός]], [[ἀναχαίτισις]], τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 17· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 8.
|lstext='''κάθεξις''': -εως, ἡ, ([[κατέχω]]) [[κατοχή]], [[κράτησις]], τῆς ἀρχῆς Θουκ. 3. 47· ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Πλούτ. 2. 968C. 2) τὸ κρατεῖν τι [[ἐντός]], [[περιορισμός]], [[ἀναχαίτισις]], τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 17· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 8.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de retenir, de conserver.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]].
}}
}}