Anonymous

ἀποκάθαρσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκάθαρσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπὸ μετάλλου ἀποχωριζόμενον διὰ τοῦ καθαρισμοῦ, [[κόνις]], [[σκωρία]], ἔστι δ’ [[ἀμείνων]] [[σίδηρος]] ὁ ἐλάττω ἔχων ἀποκάθαρσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10· ἐπὶ ζωϊκῆς ἐκκρίσεως, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 1. 18, 6. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 6· ἀποκαθάρσεις χολής Θουκ. 2, 49. ΙΙ. [[κάθαρσις]], [[καθαρμός]], [[ἐξιλέωσις]], Πλουτ. Ρωμ. 21.
|lstext='''ἀποκάθαρσις''': -εως, ἡ, τὸ ἀπὸ μετάλλου ἀποχωριζόμενον διὰ τοῦ καθαρισμοῦ, [[κόνις]], [[σκωρία]], ἔστι δ’ [[ἀμείνων]] [[σίδηρος]] ὁ ἐλάττω ἔχων ἀποκάθαρσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10· ἐπὶ ζωϊκῆς ἐκκρίσεως, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 1. 18, 6. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 6· ἀποκαθάρσεις χολής Θουκ. 2, 49. ΙΙ. [[κάθαρσις]], [[καθαρμός]], [[ἐξιλέωσις]], Πλουτ. Ρωμ. 21.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> sécrétion;<br /><b>2</b> purification.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκαθαίρω]].
}}
}}