Anonymous

ἐπανέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀναχαιτίζω]] τι, κρατῶ αὐτὸ [[ὀπίσω]] [[χάριν]] ἄλλου, τὰ οἰκεῖα [[πάθη]] τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων Πλουτ. Δημ. 22, πρβλ. [[ἀνέχω]] Α. ΙΙ: ‒ Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], «τόν... πόλεμον... ἐπανέσχετο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐπανέσχετο. 2) [[κατέχω]], [[ὑπεράνω]] δὲ τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῖχον χώραν δᾷδες πεντεκαιδεκαπήχεις Διόδ. 17. 115. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπ. τοῦ ἑαυτόν), ἐπὶ ταῖς παρ᾿ ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν, ἐπιστηρίζοντες ἑαυτούς, δηλ. θαρροῦντες, ἐπαναπαυόμενοι, στέργοντες, Δημ. 357. 10· τοῖς παρ᾿ ἡμῶν γλίσχρως αὐτῇ πεμπομένοις ἐπανέχουσα, στέργουσα, μένουσα ηὐχαριστημένη, Ἀλκίφρων 1. 38. 2) (ἐξυπ. τὴν φρένα), προσηλώνω τὸν νοῦν μου, συγκεντρώνω τὰς σκέψεις μου εἴς τι, στηρίζομαι εἰς αὐτό, μὴ μόνον τοῖς βιβλίοις ἐπανέχειν Ἀρτεμίδ. 1. 12.
|lstext='''ἐπανέχω''': μέλλ. -έξω, [[ἀναχαιτίζω]] τι, κρατῶ αὐτὸ [[ὀπίσω]] [[χάριν]] ἄλλου, τὰ οἰκεῖα [[πάθη]] τοῖς δημοσίοις ἐπανέχων Πλουτ. Δημ. 22, πρβλ. [[ἀνέχω]] Α. ΙΙ: ‒ Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], «τόν... πόλεμον... ἐπανέσχετο» Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει ἐπανέσχετο. 2) [[κατέχω]], [[ὑπεράνω]] δὲ τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῖχον χώραν δᾷδες πεντεκαιδεκαπήχεις Διόδ. 17. 115. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπ. τοῦ ἑαυτόν), ἐπὶ ταῖς παρ᾿ ὑμῶν ἐπανέχοντες ἐλπίσιν, ἐπιστηρίζοντες ἑαυτούς, δηλ. θαρροῦντες, ἐπαναπαυόμενοι, στέργοντες, Δημ. 357. 10· τοῖς παρ᾿ ἡμῶν γλίσχρως αὐτῇ πεμπομένοις ἐπανέχουσα, στέργουσα, μένουσα ηὐχαριστημένη, Ἀλκίφρων 1. 38. 2) (ἐξυπ. τὴν φρένα), προσηλώνω τὸν νοῦν μου, συγκεντρώνω τὰς σκέψεις μου εἴς τι, στηρίζομαι εἰς αὐτό, μὴ μόνον τοῖς βιβλίοις ἐπανέχειν Ἀρτεμίδ. 1. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπανεῖχον;<br />supporter à la suite, <i>càd</i> en mettant au second plan : οἰκεῖα [[πάθη]] τοῖς δημοσίοις ἐπ. PLUT subordonner ses malheurs privés aux affaires publiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνέχω]].
}}
}}