Anonymous

οἰκοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοδομέω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ᾠκοδόμησα (οὐχὶ οἰκ- παρ’ Ἀττ.), Φρύνιχ. 153. Ὡς καὶ νῦν, [[κτίζω]] οἶκον· [[καθόλου]], [[κτίζω]], [[κατασκευάζω]], νηόν, οἰκίαν, γέφυραν, λαβύρινθον, πυραμίδα, [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 21., 114, 186., 2. 101, κ. ἀλλ.· αἱ μέλιτται οἰκ. τὰ [[κηρία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· ἀπολ., Πλάτ. Χαρμ. 161Ε, 165D· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οἰκοδομοῦμαι [[οἴκημα]], [[κτίζω]] δι’ ἐμαυτὸν ἢ βάλλω νὰ κτίσωσι δι’ ἐμέ, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. 148· νεωσοίκους Ἀνδοκ. 24. 21· τείχη Θουκ. 7. 11· οἰκίας Πλάτ., κτλ.· ― Παθ., οἰκοδομοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 126, 127· τὰ οἰκοδομούμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 22, 2. 2) μεταφ., [[κτίζω]] ἢ θεμελιῶ ἐπί τινος, ἔργα ἐπί τι Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15· οἰκ. τέχνην ἔπεσιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 749. 3) μεταφ., [[ὡσαύτως]] [[καταρτίζω]], ἡ [[ἀγάπη]] οἰκοδομεῖ Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 1, ι΄, 23, κτλ.· οἰκοδ. εἶς τὸν ἕνα Α΄ πρ. Θεσ. ε΄, 11· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] θάρρος, παρακινοῦμαι, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν, θὰ λάβῃ θάρρος νὰ..., Α΄ πρ. Κορινθ. η΄, 10· πρβλ. [[ἀνοικοδομέω]].
|lstext='''οἰκοδομέω''': μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ᾠκοδόμησα (οὐχὶ οἰκ- παρ’ Ἀττ.), Φρύνιχ. 153. Ὡς καὶ νῦν, [[κτίζω]] οἶκον· [[καθόλου]], [[κτίζω]], [[κατασκευάζω]], νηόν, οἰκίαν, γέφυραν, λαβύρινθον, πυραμίδα, [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 21., 114, 186., 2. 101, κ. ἀλλ.· αἱ μέλιτται οἰκ. τὰ [[κηρία]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 6· ἀπολ., Πλάτ. Χαρμ. 161Ε, 165D· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, οἰκοδομοῦμαι [[οἴκημα]], [[κτίζω]] δι’ ἐμαυτὸν ἢ βάλλω νὰ κτίσωσι δι’ ἐμέ, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. 148· νεωσοίκους Ἀνδοκ. 24. 21· τείχη Θουκ. 7. 11· οἰκίας Πλάτ., κτλ.· ― Παθ., οἰκοδομοῦμαι, Ἡρόδ. 2. 126, 127· τὰ οἰκοδομούμενα Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 1. 22, 2. 2) μεταφ., [[κτίζω]] ἢ θεμελιῶ ἐπί τινος, ἔργα ἐπί τι Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15· οἰκ. τέχνην ἔπεσιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 749. 3) μεταφ., [[ὡσαύτως]] [[καταρτίζω]], ἡ [[ἀγάπη]] οἰκοδομεῖ Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. η΄, 1, ι΄, 23, κτλ.· οἰκοδ. εἶς τὸν ἕνα Α΄ πρ. Θεσ. ε΄, 11· ― ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] θάρρος, παρακινοῦμαι, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν, θὰ λάβῃ θάρρος νὰ..., Α΄ πρ. Κορινθ. η΄, 10· πρβλ. [[ἀνοικοδομέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f. inus., ao.</i> ᾠκοδόμησα, <i>pf.</i> ᾠκοδόμηκα;<br /><b>1</b> bâtir une maison;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> bâtir, construire, édifier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> οἰκοδομέομαι-οῦμαι bâtir <i>ou</i> construire pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδόμος]].
}}
}}